δρόμιος

δρόμιος
(I)
δρόμιος, ο (Α)
στη μετρική ο πους υυ_υ.
————————
(II)
ο
εντομολ. πολύ μικρό ζωηρόχρωμο έντομο, με μακρύ και πλατύ σώμα που ζει σε υγρές τοποθεσίες, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ρίζες και κάτω από τους φλοιούς τών δέντρων (οικογ. καραβίδες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δρόμιος — Δρόμιος, ο (Α) επίθετο του Ερμή στην Κρήτη ως προστάτη τών αγώνων δρόμου …   Dictionary of Greek

  • Δρόμιος — god of the race course masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”